- λούνικ
- ο лунник
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Λούνικ — (Lunik). Ονομασία σειράς μη επανδρωμένων διαστημόπλοιων της πρώην ΕΣΣΔ, που άρχισαν να εκτοξεύονται από τον Ιανουάριο του 1959, με σκοπό την εξερεύνηση της Σελήνης. Η πρώτη γενιά αυτών των διαστημόπλοιων πραγματοποίησε την πτήση από τη Γη στη… … Dictionary of Greek
Λουνοχόντ — Ονομασία μη επανδρωμένων διαστημικών οχημάτων της πρώην ΕΣΣΔ. Φέρονταν από τα μη επανδρωμένα διαστημικά οχήματα Λούνικ (βλ. λ.) και λειτούργησαν ως επιστημονικοί διαπλανητικοί σταθμοί στην επιφάνεια της Σελήνης. Συγκεκριμένα, το Λ.1… … Dictionary of Greek
δορυφόρος — I (Αστρον.). Κάθε ουράνιο σώμα που περιφέρεται γύρω από έναν πλανήτη και υπακούει στους ίδιους νόμους της ουράνιας μηχανικής που ρυθμίζουν την κίνηση των πλανητών. Τους νόμους αυτούς προσδιόρισε o Γερμανός αστρονόμος Γιοχάνες Κέπλερ. Εξαιτίας… … Dictionary of Greek
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek